- μισεύω
- μισεύω, μίσεψα, (σπάν.) μισεμένος βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μισεύω — και μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω) 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο 2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.) 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο 4. απομακρύνομαι, φεύγω,… … Dictionary of Greek
μισεύω — μίσεψα, μισεμένος, αναχωρώ από τον τόπο μου, αποδημώ, ξενιτεύομαι: Πολλοί συγχωριανοί μας μίσεψαν στα ξένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισεμός — και μισευμός, ο (Μ μισεμός και μισσεμός και μισευμός) [μισεύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μισεύω, η αναχώρηση κάποιου από την πατρική εστία και η διαμονή του σε ξένο τόπο, η ξενιτιά, η αποδημία, ο εκπατρισμός («τού μισεμού σου κατόπι… … Dictionary of Greek
μίσεμα — το (Μ μίσεμα και μίσσεμα και μίσεμαν και μίσευμα και μίσευμαν) [μισεύω] μισεμός … Dictionary of Greek
μισεμένος — η, ο (Μ μισεμένος και μισσεμένος και μισευμένος) [μισεύω] (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του και είναι εγκατεστημένος ή κατοικεί επί πολύ χρόνο σε ξένη χώρα, ο… … Dictionary of Greek
εκπατρίζω — εκπάτρισα, εκπατρίστηκα, εκπατρισμένος, μτβ. 1. απομακρύνω κάποιον από την πατρίδα του, τον εκτοπίζω. 2. το μέσ., εκπατρίζομαι φεύγω από την πατρίδα μου, ξενιτεύομαι, μισεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)